- σπυρίδιον
- σπῠρίδιον [ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later [full] σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδιον — και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [σπυρίς, ίδος / σφυρίς] μικρή σπυράς*, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων … Dictionary of Greek
σπυριδίοις — σπυρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυριδίου — σπυρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυριδίων — σπυρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυριδίῳ — σπυρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδια — σπυρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυρίδιον — και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α βλ. σπυρίδιον … Dictionary of Greek
σφυρίδον — τὸ, Α βλ. σπυρίδιον … Dictionary of Greek
υρίσιδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον, σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος βλ. λ. και πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως ὑρίς, ίδα … Dictionary of Greek
ύρραδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολ. της βλ. λ. σύριχος)] … Dictionary of Greek